- φαβρίκιοι
- οι, ΝΜοι εργαζόμενοι στις φάθρικες, στα δημόσια οπλοποιεία τών Βυζαντινών, οι οποίοι αποτελούσαν κλειστή συντεχνία κρατικών υπαλλήλων, δεν είχαν το δικαίωμα να κατασκευάζουν όπλα ως ιδιώτες και υπέκειντο σε αυστηρές ποινές, αν επέτρεπαν να διαρρεύσουν μυστικά τού κρατικού εργοστασίου.
Dictionary of Greek. 2013.